- συμβαδίζει
- συμβαδίζωgo withpres ind mp 2nd sgσυμβαδίζωgo withpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
άμιππος — ἅμιππος, ον (Α) 1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποι πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα «συγχρόνως μαζί» + ἵππος] … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
αυτοσυνειδησία — Φιλοσοφικός όρος που σημαίνει την ικανότητα του ανθρώπου να γνωρίζει τον εαυτό του. Κατά τη νηπιακή ηλικία, όταν ο άνθρωπος αρχίζει να παρατηρεί συνειδητά τον γύρω κόσμο, έχει μια κάποια συναίσθηση του εαυτού του καθώς αντιλαμβάνεται, με την… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
ευσύμβατος — εὐσύμβατος, ον (Μ) αυτός που συμβαδίζει, που συμφωνεί εύκολα («διάφοροι ἔστιν ὅτε καὶ οὐδὲ εὐσύμβατοι», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βατός (< συμ βαίνω)] … Dictionary of Greek
ισόδρομος — ἰσόδρομος, ον, θηλ. και ισοδρόμη (Α) 1. αυτός που τρέχει ίσα, που συμβαδίζει με άλλον 2. φρ. α) «ἰσόδρομον μῆκος» δρόμος τού ίδιου μήκους β) «ή ισοδρόμη Μήτηρ» η Κυβέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δρομος (< δρόμος), πρβλ. ιερό δρομος, νεό δρομος] … Dictionary of Greek
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek